Αναφέρεται ότι ένας ναυαγός κάποτε κατόρθωσε παλεύοντας ώρες με τα κύματα να βγει σε ένα έρημο νησάκι. Εκεί με πολλούς κόπους έφτιαξε μια πρόχειρη καλυβούλα χρησιμοποιώντας κλαδιά.
Και κάθε μέρα προσευχόταν κοιτάζοντας στον ορίζοντα μήπως φανεί κανένα πλοίο. Ένα απόγευμα είχε απομακρυνθεί λίγο από την καλυβούλα του να βρει κάνα χόρτο κάτι να φάει. Και εκεί που επέστρεφε τον έπιασε μια απελπισία μπροστά σ’ αυτό το θέαμα που αντίκρυσε.
Τι είδε δηλαδή. Ότι είχε κατορθώσει να φτιάξει με τόσους κόπους έβλεπε τώρα μια φωτιά να το μεταβάλει σε στάχτες.
Επειδή δεν είχε πολλά μέσα να ανάβει φωτιά, δεν την έσβησε φεύγοντας, για να μην την ξανανάψει όταν επιστρέψει. Έτσι την άφησε αναμμένη. Ποιος ξέρει τώρα τι έγινε, φύσηξε, κάτι, έπιασε φωτιά και έγινε η καλύβα του στάχτη.
Λέγει λοιπόν μόνος του, αυτό ήταν λοιπόν, το χειρότερο που μπορούσα να πάθω. Έτσι σκέφτηκε με την περιορισμένη ανθρώπινη κρίση του. Αλλά τι ήταν λέτε.
Αυτό που εκείνος θεωρούσε συμφορά το έκανε ο Θεός για την σωτηρία του, που τόσο θερμά το ζητούσε. Την άλλη μέρα ένα βαπόρι τον πλησίασε και τον παρέλαβε. Καλά, λέει στον καπετάνιο. Πως με είδατε εδώ πέρα. Είδαμε την φωτιά χθες και ήρθαμε.
Ποιος μπορούσε να φανταστεί αυτή τη λύση στο πρόβλημά του. Κανένας.
Μην απογοητεύεστε ποτέ. Αφήνετε απλά με την προσευχή σας στα χέρια του Θεού την υπόθεσή σας. Έστω και αν τη βλέπεται να πηγαίνει ανάποδα, εσείς να έχετε απόλυτη εμπιστοσύνη ότι ο Θεός οδηγεί την υπόθεσή σας σωστά. Και θα το δείτε αργότερα, όπως το είδε και αυτός ο ναυαγός την επαύριον.
(Δημήτριος Παναγόπουλος)