Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ὁ Μεγαλομάρτυρας ὁ Τροπαιοφόρος

Ἡ οἰκουμενικότητα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Τροπαιοφόρου, ποὺ ἐκφράζεται μέσα ἀπὸ τὴ λειτουργικὴ τέχνη, τὴν τιμὴ πρὸς τὸν Ἅγιο λαῶν καὶ φυλῶν ἀκόμα καὶ μὴ ὀρθοδόξων, τὴ λαϊκὴ θρησκευτικότητα, μαρτυρεῖται περίτρανα ἀπὸ τὴν γ’ Ὠδὴ τοῦ κανόνος του:

«Γῆ πᾶσα καὶ βρότειος φυλή, οὐρανός τε συγχαίρει, στρατὸς Ἀγγέλων τε, ὁ πρωτοστράτηγος γάρ, Χριστοῦ νῦν Γεώργιος ἐκ γῆς, βαίνει πρὸς οὐράνια».

Παρὰ τὴν εὐρέως διαδεδομένη τιμὴ καὶ εὐλάβεια πρὸς τὸν Ἅγιο Γεώργιο, δὲν ὑπάρχουν πολλὲς αὐθεντικὲς ἱστορικὲς πηγὲς γιὰ τὸ πρόσωπο καὶ τὸ μαρτύριό του.

Πρώτη καὶ σπουδαιότερη πηγὴ ἀπὸ τὴν ὁποία ἀντλοῦμε πληροφορίες γιὰ τὸν βίο, τὸ μαρτύριο καὶ τὰ θαύματα τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου εἶναι τὸ ἱστορικὸ ποὺ συνέταξε ὁ ὑπηρέτης τοῦ Ἁγίου, Πασικράτης, ὁ ὁποῖος παρακολούθησε τὰ γεγονότα τοῦ μαρτυρίου τοῦ Ἁγίου.

Ὁ Ἅγιος Γεώργιος γεννήθηκε μεταξὺ τῶν ἐτῶν 280 – 285 μ.Χ., πιθανότατα στὴν περιοχὴ τῆς Ἀρμενίας, κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ.

Ἐκεῖ, σὲ ἕνα μοναστήρι τῆς περιοχῆς, ὁ Ἅγιος δέχθηκε τὸ μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος καὶ ἔγινε μέλος τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ πατέρας τοῦ Ἁγίου ὀνομαζόταν Γερόντιος, ἦταν Συγκλητικὸς – στρατηλάτης στὸ ἀξίωμα – καὶ καταγόταν ἀπὸ πλούσια καὶ ἐπίσημη γενιὰ τῆς Καππαδοκίας.

Σὲ παλαιὸ χειρόγραφο ἀναφέρεται ὅτι γεννήθηκε στὴ Σεβαστούπολη τῆς Μικρᾶς Ἀρμενίας καὶ ὅτι ἀρχικὰ ἦταν εἰδωλολάτρης, ἐνῷ ἀργότερα ἔγινε Χριστιανός.

Ἡ σύζυγός του ὀνομαζόταν Πολυχρονία, ἦταν Χριστιανὴ καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴ γνωστὴ Λύδδα (Διόσπολη) τῆς Παλαιστίνης. Ὅπως ἀναφέρουν οἱ πηγές, ἡ οἰκογένεια τοῦ Ἁγίου, ὅταν ἐκεῖνος ἦταν σὲ μικρὴ ἡλικία, μετοίκησε στὴ Λύδδα, λόγω τοῦ θανάτου τοῦ πατρός του.

Σὲ νεαρὴ ἡλικία ὁ Γεώργιος κατατάχθηκε στὸ Ρωμαϊκὸ στρατό. Διακρίθηκε γιὰ τὴν τόλμη καὶ τὸν ἡρωισμό του καὶ ἔλαβε τὸ ἀξίωμα τοῦ Τριβούνου.

Λίγο ἀργότερα ὁ Διοκλητιανὸς τὸν ἔκανε Δούκα (διοικητή) μὲ τὸν τίτλο τοῦ Κόμητος στὸ τάγμα τῶν Ἀνικιώρων τῆς αὐτοκρατορικῆς φρουρᾶς, «πολλάκις πρότερον μεγαλοπρεπῶς διαπρέψας τοῦ τῶν σχολῶν μετὰ ταῦτα πρώτου τάγματος κόμης κατ’ ἐκλογὴν προεβλήθη».

Στὶς ἀρχὲς τοῦ 303 μ.Χ. ὁ Ἅγιος συλλαμβάνεται καὶ ἀκολουθεῖ τὸ μαρτύριο.

Ἡ πίστη τοῦ Ἁγίου γίνεται ἀφορμὴ νὰ βαπτισθοῦν Χριστιανοὶ οἱ στρατιωτικοὶ Ἀνατόλιος καὶ Πρωτολέων, Βίκτωρ καὶ Ἀκίνδυνος, Ζωτικὸς καὶ Ζήνωνας, Χριστόφορος καὶ Σεβηριανός, Θεωνᾶς, Καισάριος καὶ Ἀντώνιος, τῶν ὁποίων τὴ μνήμη ἑορτάζει ἡ Ἐκκλησία στὶς 20 Ἀπριλίου καὶ ἡ βασίλισσα Ἀλεξάνδρα, σύζυγος τοῦ Διοκλητιανοῦ, μαζὶ μὲ τοὺς δούλους της Ἀπολλώ, Ἰσαάκιο καὶ Κοδράτο, τῶν ὁποίων ἡ μνήμη τιμᾶται στὶς 21 Ἀπριλίου.

Ὁ Ἅγιος μαρτύρησε, «ἀπετμήθη τὴν κεφαλήν», μετὰ ἀπὸ πλῆθος βασανιστηρίων, τὴν Παρασκευὴ 23 Ἀπριλίου τοῦ ἔτους 303 μ.Χ.

Κατὰ δὲ τὸν ὑπολογισμὸ τοῦ ἱστορικοῦ Εὐσεβίου καὶ σύμφωνα μὲ τὸ Μακεδονικὸ ἡμερολόγιο, ἡ ἡμέρα αὐτὴ ἀντιστοιχοῦσε στὴν Παρασκευὴ τῆς Διακαινησίμου, τοῦ Πάσχα. Κρυφὰ σήκωσαν οἱ Χριστιανοὶ τὸ πάντιμο λείψανό του καὶ τὸ ἔθαψαν μαζὶ μὲ αὐτὸ τῆς Ἁγίας μητρός του, ἡ ὁποία μαρτύρησε τὴν ἴδια ἢ τὴν ἑπόμενη ἡμέρα.

Ὁ πιστὸς ὑπηρέτης τοῦ Ἁγίου, Πασικράτης, ἐκτελώντας τὴν ἐπιθυμία τοῦ Ἁγίου, παρέλαβε τὸ Ἅγιο λείψανο τοῦ Μάρτυρα μαζὶ μὲ αὐτὸ τῆς μητέρας του καὶ τὸ μετέφερε στὴ Λύδδα τῆς Παλαιστίνης. Ἀπὸ ἐκεῖ, ὅπως βεβαιώνουν οἱ πηγές, οἱ Σταυροφόροι πῆραν τὰ ἱερὰ λείψανα τῆς Ἁγίας Πολυχρονίας καὶ τὰ μετέφεραν στὴ Δύση.

Μετὰ τὸ μαρτυρικὸ θάνατο τοῦ Ἁγίου, μαρτύρησαν καὶ οἱ συνδέσμιοί του Εὐσέβιος, Νέων, Λεόντιος, Λογγίνος καὶ ἄλλοι τέσσερις μαζί. Τὴν μνήμη τους τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία στίς 24 Ἀπριλίου.

Βλέπουμε ὅτι μὲ κέντρο τὴν ἡμέρα τοῦ μαρτυρίου τοῦ Ἁγίου, δημιουργεῖται μέσα στὸ τελετουργικὸ χρόνο τῆς Ἐκκλησίας, ἕνας ἑορτολογικὸς κύκλος, ὁ ὁποῖος καλλιεργεῖται περισσότερο ἀπὸ τὰ Τυπικὰ τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ξεκινᾶ στὶς 20 Ἀπριλίου καὶ τελειώνει στὶς 24 τοῦ αὐτοῦ μηνός.

Ὁ ἑορτολογικὸς αὐτὸς κύκλος δείχνει τὴν περίοπτη θέση τοῦ Μεγαλομάρτυρος στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας.

Ἡ τιμὴ τοῦ Ἁγίου ἐπεξετάθη ἐντὸς ὀλίγου χρόνου σὲ ὅλη τὴν Ἀνατολή. Ἔτσι στὴ Συρία ἤδη ἀπὸ τὸν 4ο αἰώνα μ.Χ. ὑπῆρξαν ναοὶ ἀφιερωμένοι στὴ μνήμη του, ἐνῷ στὴν Αἴγυπτο ὑπῆρχαν περὶ τοὺς 40 ναοὺς καὶ 3 Μονὲς στὸ ὄνομά του. Στὶς λοιπὲς ἀνατολικὲς περιοχὲς ἡ τιμὴ τοῦ Ἁγίου εἶχε λάβει τεράστιες διαστάσεις ἀπὸ ἀρχαιοτάτους χρόνους.

Στὴν Ἁγιοτόκο καὶ μαρτυρικὴ Καππαδοκία βρίσκονται πολλοὶ ναοὶ ἀφιερωμένοι στὸν Μεγαλομάρτυρα, ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλους Ἁγίους, μὲ ἐξαίρετες τοιχογραφίες τοῦ μαρτυρίου τοῦ Ἁγίου, καθὼς καὶ τῆς μητρός του Ἁγίας Πολυχρονίας. Καὶ στὴν Κωνσταντινούπολη ὅμως πολλοὶ καὶ ὀνομαστοὶ ναοὶ ἦταν ἀφιερωμένοι στὸν Μεγαλομάρτυρα τοῦ Χριστοῦ Γεώργιο.

Ἡ τιμὴ πρὸς τὸν Ἅγιο Γεώργιο στὴν περιοχὴ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ τῆς Κωνσταντινουπόλεως καλλιεργήθηκε ἰδιαίτερα ἀπὸ τὸν Ὅσιο Θεόδωρο τὸν Συκεώτη.

Δὲν εἶναι τυχαῖο τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ μνήμη τοῦ Ὁσίου Θεοδώρου, ποὺ ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ στὶς 22 Ἀπριλίου, ἑορταζόταν στὴν Κωνσταντινούπολη μὲ ἱερὰ Σύναξη στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου «ἐν τῷ Δευτέρῳ». Αὐτὸ ἀκριβῶς καταδεικνύει τὴ σχέση μεταξὺ τῶν δύο Ἁγίων.

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ’.
Ὡς τῶν αἰχμαλώτων ἐλευθερωτής, καὶ τῶν πτωχῶν ὑπερασπιστής, ἀσθενούντων ἰατρός, βασιλέων ὑπέρμαχος, Τροπαιοφόρε Μεγαλομάρτυς Γεώργιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Ἕτερον Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῶν Μαρτύρων τὸ κλέος, καὶ λαμπρὸν ἀκροθίνιον, τῶν καινῶν τροπαίων τὴν στήλην, καὶ ὁπλίτης περίδοξον, τιμήσωμεν ἐν ὕμνοις ἱεροῖς, Γεώργιον τὸν μέγαν Ἀθλητήν· σελαγίζει γὰρ τοῖς θαύμασιν πᾶσαν γῆν, καὶ σώζει τοὺς κραυγάζοντας· δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ μεγαλύναντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, ξένα θαυμάσια.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Γεωργηθεὶς ὑπὸ Θεοῦ ἀνεδείχθης, τῆς εὐσεβείας γεωργὸς τιμιώτατος, τῶν ἀρετῶν τὰ δράγματα συλλέξας σεαυτῷ· σπείρας γὰρ ἐν δάκρυσιν, εὐφροσύνῃ θερίζεις· ἀθλήσας δὲ δι’ αἵματος, τὸν Χριστὸν ἐκομίσω· καὶ ταῖς πρεσβείαις Ἅγιε ταῖς σαῖς, πᾶσι παρέχεις, πταισμάτων συγχώρησιν.

Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς τῶν Μαρτύρων ταξιάρχην καὶ ἀκρέμονα
Καὶ Ἐκκλησίας ἀκατάσειστον θεμέλιον
Μακαρίζομέν σε πόθῳ Τροπαιοφόρε.
Ἀλλ’ ὡς μέγας ἀρωγὸς ἡμῶν καὶ πρόβολος
Ἐν παντὶ ἀντιλαβοῦ καὶ ὑπεράσπισον
Τῶν βοώντων σοι, χαίροις Μάρτυς Γεώργιε.

Μεγαλυνάριον.
Μέγας ἐν ἀθλήσει ἀναδειχθείς, ὡς τροπαιοφόρος, καὶ ἐν θαύμασιν εὐκλεής, μέγας ἀντιλήπτωρ, τῆς Ἐκκλησίας ὤφθης, Γεώργιε παμμάκαρ, Μαρτύρων καύχημα.