Είναι γνώρισμα πολλών ανθρώπων να χαμηλώνουν τη μουσική στο αυτοκίνητο όταν οδηγούν σε έναν άγνωστο δρόμο προσπαθώντας να βρουν μια συγκεκριμένη διεύθυνση ή όταν θέλουν να παρκάρουν. Συμβαίνει σχεδόν αυτόματα, χωρίς να συνειδητοποιούν γιατί το κάνουν. Οι ειδικοί έχουν την εξήγηση
Μια πιθανή εξήγηση είναι ότι εκείνη τη στιγμή θέλουν να είναι λίγο πιο συγκεντρωμένοι, επομένως βγάζουν από την εξίσωση οτιδήποτε θα μπορούσε να τους αποσπάσει. Η απάντηση αυτή μπορεί να φαίνεται λογική, είναι όμως αυτή ακριβώς που προσπαθούν να αποφύγουν οι γνωστικοί ψυχολόγοι.
Οι λέξεις «συγκέντρωση», «περισπασμός» και «εστίαση» υποδεικνύουν κάτι (την προσοχή) που παραμένει αόριστο, κάτι που οι περισσότεροι άνθρωποι δεν μπαίνουν στη διαδικασία να αναλύσουν τις λεπτομέρειες και τη λειτουργία του, αλλά απλώς υποθέτουν ότι ξέρουν ενστικτωδώς τι σημαίνει. Είναι, όμως, έτσι;
Χωρίς φίλτρο
Μια από τις σημαντικότερες θεωρίες σχετικά με την προσοχή διατυπώθηκε από τον ψυχολόγο Donald Broadbent το 1958: η προσοχή λειτουργεί σαν ένα φίλτρο. Σύμφωνα με τη μεταφορά αυτή, όλες οι αισθητικές πληροφορίες – όσα βλέπουμε, ακούμε ή αισθανόμαστε – διατηρούνται στο μυαλό για πολύ λίγο. Όταν, όμως, πρέπει να δώσουμε σημασία σε αυτή την αισθητική πληροφορία, η ικανότητά μας είναι περιορισμένη, άρα η προσοχή είναι το φίλτρο που προσδιορίζει ποια τμήματα από τον όγκο των εισερχόμενων αισθητικών πληροφοριών υποβάλλονται σε επεξεργασία.
Ο ισχυρισμός του Δρ. Broadbent τελικά αποδείχθηκε λανθασμένος, αφού ένα χρόνο αργότερα, ο ψυχολόγος Neville Moray βρήκε ότι όταν οι άνθρωποι ακούν δύο διαλόγους ταυτόχρονα και κληθούν να συγκεντρωθούν στον ένα από αυτούς, διατηρούν την ικανότητα να εντοπίσουν την αναφορά του ονόματός τους στον άλλο διάλογο.
Αυτό υποδεικνύει ότι, ακόμα κι όταν δεν αφιερώνουμε την προσοχή μας σε κάτι, συνεχίζουμε να επεξεργαζόμαστε και να δίνουμε νόημα σε κάποιες αισθητικές πληροφορίες. Τι μας λέει αυτό για τον τρόπο λειτουργίας αυτής της «συμφόρησης προσοχής»;
Η θεωρία του ραντάρ
Μία απάντηση δίνει μια αξιόλογη μελέτη του 1998 που διεξήχθη από τους Anne-Marie Bonnel και Ervin Hafter, η οποία ενισχύει μια από τις πιο επιτυχημένες θεωρίες της ψυχολογίας, αυτήν της ανίχνευσης σήματος. Η θεωρία αυτή περιγράφει το πώς οι άνθρωποι παίρνουν αποφάσεις βασιζόμενοι σε αμφιλεγόμενες αισθητικές πληροφορίες, διαδικασία που μοιάζει με τον τρόπο που ένα ραντάρ εντοπίζει ένα αεροπλάνο.
Ένα από τα βασικά προβλήματα της θεωρίας ανίχνευσης ωστόσο είναι ότι αδυνατεί να απαντήσει στο αν είναι πιο πιθανό αυτό που ανιχνεύεται να είναι πράγματι σήμα (π.χ. ένα εχθρικό αεροσκάφος) ή απλά ένας τυχαίος θόρυβος. Το ίδιο πρόβλημα υπάρχει και με την ανθρώπινη αντίληψη, μόνο που η συγκεκριμένη θεωρία μπορεί να αξιολογηθεί και μαθηματικά.
Ο τέλειος κύκλος
Οι Bonnel και Hafter αναγνώρισαν ότι αν οι άνθρωποι έχουν μια ορισμένη ποσότητα προσοχής που μοιράζεται ανάμεσα στην όραση και την ακοή, θα υπάρχουν παρόμοια μοτίβα σε συγκεκριμένα πειράματα.
Η προσοχή είναι σαν ένα βέλος σταθερού μήκους που μπορεί να περιστρέφεται μεταξύ όρασης και ακοής. Όταν στρέφεται αποκλειστικά στην όραση, δεν υπάρχει χώρος για εστίαση στην ακοή και το αντίστροφο. Αν, όμως, η ακοή λαμβάνει έστω και λίγη προσοχή, σημαίνει ότι η όραση δεν παίρνει το 100%.
Αν σχηματοποιήσουμε αυτή τη σχέση, θα δούμε ότι η άκρη του βέλους διαγράφει έναν τέλειο κύκλο, καθώς μεταφέρεται από τη μία αίσθηση στην άλλη, υποστηρίζουν οι ερευνητές.
Στα πειράματά τους, όμως, ο κύκλος αυτός δεν σχηματίστηκε όταν οι άνθρωποι κλήθηκαν απλώς να ανιχνεύσουν την ύπαρξη κάποιου διεγερτικού κι έτσι η περισσότερη συγκέντρωση στην όραση δεν άλλαξε την απόδοση στην ακοή ή το αντίθετο. Ο κύκλος τελικά εμφανίστηκε μόνο όταν κλήθηκαν να εντοπίσουν ένα συγκεκριμένο διεγερτικό.
Αυτό υποδεικνύει ότι, παρόλο που πράγματι έχουμε περιορισμένη ικανότητα επεξεργασίας πληροφοριών, αυτό συμβαίνει μόνο όταν επεξεργαζόμαστε τις πληροφορίες για να βρούμε ένα νόημα κι όχι όταν γνωρίζουμε απλώς την ύπαρξή τους.
Η έρευνα υποστηρίζει ότι το μοτίβο αυτό υποδεικνύει κάποιους βαθύτερους περιορισμούς στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο. Ο κύκλος αναπαριστά ένα βασικό όριο στην επεξεργασία και το μόνο που μπορούμε να κάνουμε για να μετακινηθούμε από αυτόν είναι να επιλέξουμε να επικεντρώσουμε κάπου την προσοχή μας ή όχι.
Όταν, λοιπόν, η οπτική εργασία γίνεται δύσκολη, όπως το να βρούμε τον αριθμό της διεύθυνσης ενός σπιτιού στο σκοτάδι, μετακινούμαστε στον κύκλο για να βελτιστοποιήσουμε το σήμα του οπτικού μας συστήματος, που, στην περίπτωση της οδήγησης και της κατεύθυνσης, σημαίνει ότι κλείνουμε το ραδιόφωνο.
Πηγή: ygeiamou.gr