Έχετε νιώσει κι εσείς ότι η πείνα είναι συνεχώς εκεί και δεν σας αφήνει σε ησυχία;
Η αιτία είναι το σάκχαρο του αίματος.
Νέα μελέτη που δημοσιεύτηκε στο Nature Metabolism από την ερευνητική ομάδα του King’s College London και την εταιρία επιστήμης υγείας ZOE, με ερευνητές από την ιατρική σχολή του Χάρβαρντ, το Γενικό Νοσοκομείο της Μασαχουσέτης και άλλα πανεπιστήμια, βρήκε γιατί κάποιοι άνθρωποι παλεύουν να χάσουν βάρος, ακόμη κι όταν βρίσκονται σε διατροφή με έλεγχο των θερμίδων και εντοπίζουν τη σημασία της κατανόησης του μεταβολισμού, όσον αφορά τη διατροφή και την υγεία.
Στο πλαίσιο της μελέτης, η ερευνητική ομάδα συγκέντρωσε λεπτομερή δεδομένα για τις αποκρίσεις του σακχάρου του αίματος και άλλων δεικτών υγείας από 1070 ανθρώπους μετά την κατανάλωση πρωινού και άλλων γευμάτων για μια περίοδο 2 εβδομάδων, αναλύοντας περισσότερα από 8 χιλιάδες πρωινά και 70 χιλιάδες γεύματα συνολικά.
Τα καθιερωμένα πρωινά περιλάμβαναν μάφιν, με την ίδια ποσότητα θερμίδων, αλλά διαφορετική διατροφική αξία σε υδατάνθρακες, πρωτεΐνες, λιπαρά και φυτικές ίνες. Οι συμμετέχοντες πραγματοποιούσαν επίσης τεστ απόκρισης σακχάρου του αίματος από το στόμα, για να δουν πόσο καλά ο οργανισμός τους επεξεργάζεται τη ζάχαρη.
Ακόμη, φορούσαν συνεχώς Συστήματά Συνεχούς Καταγραφής της Γλυκόζης (CGM) για να μετρήσουν τα επίπεδα σακχάρου στο αόμα καθ’ όλη τη διάρκεια της μελέτης, όπως και συσκευή για την καταγραφή της δραστηριότητας και του ύπνου.
Κατέγραφαν ακόμη επίπεδα πείνας και εγρήγορσης μέσω εφαρμογής, μαζί με το τι και πότε έτρωγαν ακριβώς μέσα στην ημέρα.
Προηγούμενες μελέτες που μελετούσαν το σάκχαρο του αίματος μετά το φαγητό, επικεντρώνονταν κυρίως στον τρόπο που τα επίπεδα σακχάρου αυξάνονται και μειώνονται τις πρώτες δύο ώρες μετά το γεύμα.
Μετά την ανάλυση των δεδομένων, η ομάδα παρατήρησε ότι κάποιοι άνθρωποι παρουσίαζαν «βουτιές» στο σάκχαρο του αίματος 2-4 ώρες μετά την αρχική αύξησή του, με τα επίπεδα σακχάρου του αίματος να πέφτουν γρήγορα κάτω από τα επίπεδα αναφοράς, πριν ξανανέβουν.
Όσοι παρουσίαζαν αυτό το φαινόμενο, είχαν 9% αύξηση στο αίσθημα πείνας και περίμεναν μισή ώρα λιγότερο κατά μέσο όρο πριν το επόμενο γεύμα σε σχέση με τους υπόλοιπους, παρ’ όλο που κατανάλωναν ακριβώς τα ίδια γεύματα (με την ηλικία, τον Δείκτη Μάζας Σώματος και το βάρος να μην παίζουν ρόλο, με τους άντρες να παρουσιάζουν ελαφρώς μεγαλύτερες πτώσεις στο σάκχαρο από τις γυναίκες).
Ακόμη, κατανάλωναν 75 περισσότερες θερμίδες στις 3-4 ώρες μετά το πρωινό και περίπου 312 θερμίδες περισσότερες καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας, κάτι που θα μπορούσε να μεταφραστεί σε πρόσληψη 10 κιλών σε βάθος ενός έτους.
Αν και οι ερευνητές φαντάζονταν ότι τα επίπεδα σακχάρου του αίματος παίζουν σημαντικό ρόλο στον έλεγχο της πείνας, τα ευρήματα από προηγούμενες μελέτες ήταν συγκεχυμένα. Τώρα φάνηκε ότι αυτές οι μεγάλες πτώσεις του σακχάρου αποτελούν σημαντικό δείκτη πρόβλεψης της πείνας και της πρόσληψης θερμίδων, σε σχέση με την αρχική αυξομείωση του σακχάρου μετά το φαγητό.
Σύμφωνα με την ερευνητική ομάδα, αυτό το εύρημα μπορεί να βοηθήσει τους ανθρώπους να κατανοήσουν και να ελέγξουν καλύτερα το βάρος τους και μακροπρόθεσμα την υγεία τους.
Υπήρξε επίσης μια ποικιλία στο μέγεθος των πτώσεων του σακχάρου σε κάθε άτομο σε σχέση με την κατανάλωση των ίδιων γευμάτων με διαφορετικό τρόπο, κάτι που δείχνει ότι το φαινόμενο αυτό εξαρτάται από διαφορές στον μεταβολισμό, όπως και σε επιδράσεις των επιλογών γευμάτων και των επιπέδων δραστηριότητας.
Η επιλογή τροφών που λειτουργούν καλά με τη μοναδική βιολογία του καθενός, μπορεί να βοηθήσει στο να αισθάνεται κάποιος κορεσμό για περισσότερη ώρα και να τρώει κατ’ επέκταση συνολικά λιγότερο.
Πηγή: Clickatlife.gr