Στις δώδεκα τα μεσάνυκτα κάποιος χτύπησε την πόρτα, ήταν μια γριούλα και ζητούσε να πάει να κοινωνήσει έναν άρρωστο. Ο Ιερέας ετοιμάστηκε και βγήκε αμέσως μαζί της. Πλησιάζουν σε ένα φτωχό σπιτάκι, τύπου παράγκας.
Η γριούλα ανοίγει την πόρτα και μπάζει τον Ιερέα σε ένα δωμάτιο. Και να, ξαφνικά ο παπάς ευρίσκεται εκεί μόνος με τον άρρωστο. Ο άρρωστος του δείχνει με χειρονομίες την πόρτα και σκούζει. Φύγε από εδώ!
Ποιός σε κάλεσε; Εγώ είμαι άθεος. Και άθεος θα πεθάνω. Ο παπάς τα έχασε. Μα δεν ήλθα από μόνος μου! με κάλεσε η γριά! Ποιά γριά; Εγώ δεν ξέρω καμιά γριά! Ο παπάς, καθώς στέκει απέναντί του, βλέπει επάνω από το κεφάλι του άρρωστου, μια φωτογραφία με την γυναίκα που τον κάλεσε.
Του λέει, ενώ του δείχνει το πορτραίτο. Να αυτή! Ποιά αυτή; Ξέρεις, τι λες, παπά; Αυτή είναι η μάνα μου. Και έχει πεθάνει χρόνια τώρα! Για μια στιγμή πάγωσαν και οι δύο. Αισθάνθηκαν δέος.
Ο άρρωστος άρχισε να κλαίει. Και αφού έκλαψε, ζήτησε να εξομολογηθεί. Και μετά, κοινώνησε. Η μητέρα του είχε φροντίσει από τον ουρανό, να του δείξει το δρόμο της σωτηρίας.
Άγιος Παΐσιος: Όταν ο άνθρωπος λέει «δόξα σοι ο Θεός» βοηθάει ο Θεός
ΑΓΙΟΣ ΠΑΙΣΙΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ: «Όταν ο άνθρωπος λέη «δόξα σοι ο Θεός», βοηθάει ο Θεός ,γιατί η ευγνωμοσύνη με το ταπεινό φρόνημα και με τον φιλότιμο αγώνα τραβάει συνέχεια ουράνιες δυνάμεις και ευλογίες θεϊκές» Όταν , Γέροντα, βλέπω μέσα μου υπολείμματα από εάν πάθος στενοχωριέμαι. – Πες: «Δόξα σοι ο Θεός, που έφυγαν τα πολλά!». Αν ήμουν εγώ στη θέση σου ,θα έβλεπα τις ολοφάνερες μεγάλες δωρεές του Θεού και «από φυλακής πρωίας μέχρι νυκτός» θα έλεγα το «δόξα σοι ο Θεός».
Αν θέλης να ζης ζωή παραδεισένια από αυτήν την ζωή, δες κι εσύ τις ευεργεσίες και τις πλούσιες δωρεές που σου δίνει ο Θεός και άρχισε το «δόξα σοι ο Θεός». Να δοξάζετε τον Θεό ,γιατί σας βοήθησε και προοδεύσατε έστω και λίγο, είτε επειδή εσείς κοπιάσατε, είτε επειδή σας βοήθησαν οι άλλοι. Όταν ο άνθρωπος λέη «δόξα σοι ο Θεός», βοηθάει ο Θεός ,γιατί η ευγνωμοσύνη με το ταπεινό φρόνημα και με τον φιλότιμο αγώνα τραβάει συνέχεια ουράνιες δυνάμεις και ευλογίες θεϊκές.
– Και όταν, Γέροντα, ξέρω ότι θα ξαναπέσω;
– Δεν ξέρεις από φοβία σκέφτεσαι έτσι. Μην έχετε φοβία μήπως ξανακάνετε το ίδιο σφάλμα, γιατί έτσι κλονίζεται η πίστη σας στον Θεό. Μη ντα σκαλίζετε τόσο πολύ. Όταν σας λέη ο λογισμός ότι δεν πρόκειται να διορθωθήτε και διαλύεσθε από την λύπη, χρειάζεται να δώσετε ένα ψεύτικο κουράγιο στον εαυτό σας. «Δόξα σοι ο θεός, να πήτε, σήμερα είμαι καλύτερα από χθες.
Δόξα σοι ο Θεός χίλιες φορές…». Αν και φαίνεται ψεύτικο αυτό το κουράγιο, μέσα του όμως κρύβει μια μεγάλη δύναμη, την ελπίδα στον Θεό. Η ελπίδα στον Θεό είναι ο μοχλός που αναποδογυρίζει την απελπισία, ελευθερώνει την ψυχή από την λύπη και το άγχος και τονώνει σιγά-σιγά τις πνευματικές δυνάμεις με την θεία ζωντάνια που δίνει.
– Γέροντα, στενοχωριέμαι γιατί έχω πολλά προβλήματα υγείας. – Όλα να τα δέχεσαι σαν μεγάλα δώρα του Θεού. Ο Θεός δεν είναι άδικος. Στον ουρανό θα έχης πολλά να απολαύσης θα έχης σύνταξη μεγάλη, εάν δεν την μειώσης μόνη σου με τον γογγυσμό. – Πώς, Γέροντα, αφού τώρα δεν νιώθω μέσα μου τον ουρανό;
– Δε νιώθεις τον Ουρανό ,γιατί δεν δοξολογείς τον Θεό. Όταν ο άνθρωπος κινήται στον χώρο της δοξολογίας, χαίρεται με όλα. Υπάρχουν κοσμικοί άνθρωποι που θα μας κρίνουν εμάς τους μοναχούς.
Να δήτε οι Βεδουίνοι τι ταλαιπωριά περνούν, αλλά ευχαριστούν τον Θεό και είναι χαρούμενοι! Το σιτάρι δεν το καθαρίζουν, για να βγάλουν την πέτρα, αλλά το αλέθουν όπως είναι, και το ψωμί τους είναι όλο πέτρα! Και οι τροφές τους, φαίνεται, δεν έχουν τα απαραίτητα συστατικά, ασβέστιο κ.λπ., οπότε τα δόντια τους καταστρέφονται τελείως. Και βλέπεις Βεδουίνους να έχουν μόνον ένα δόντι και να χαίρωνται σαν να είναι το δόντι μαργαριταρένιο. Και άλλος του λείπει ένα δόντι και αισθάνεται μειονεκτικά. Με όλα αυτά που ακούτε, να κινήσθε συνέχεια στην δοξολογία να δοξάζετε μέρα-νύχτα τον Θεό για τις ευεργεσίες Του.
Μου έλεγε κάποιος επίσκοπος ότι σε έναν ναό, την ώρα που ο διάκος διάβαζε το Ευαγγέλιο της θεραπείας των δαιμονισμένων των Γεργεσηνών, ένας άνθρωπος πολύ απλός στεκόταν πίσω από το δεσποτικό και έλεγε συνέχεια «δόξα σοι ο Θεός». Αρχίζει ο διάκος : «Τω καιρώ εκείνω ελθόντι τω Ιησού εις την χώραν των Γεργεσηνών, «δόξα σοι ο θεός» λέει εκείνος, «υπήντησαν αυτώ δύο δαιμονιζόμενοι», «δόξα σοι ο Θεός» «χαλεποί λίαν», «δόξα σοι ο Θεός» «και ιδού ώρμησε πάσα η αγέλη των χοίρων …εις την θάλασσαν», «δόξα σοι ο Θεός».
«Κατάλαβα, μου είπε ύστερα ο επίσκοπος ,ότι είχε δίκαιο αυτός ο απλός άνθρωπος που έλεγε «δόξα σοι ο Θεός» γιατί το «δόξα σοι ο Θεός» ρίχνει τους δαίμονες στην θάλασσα» .
Και εσείς πάντα να λέτε «δόξα σοι ο Θεός, δόξα σοι ο Θεός», μέχρι να ορμήσει η αγέλη στην θάλασσα… Η δοξολογία αγιάζει τα πάντα. Με την δοξολογία διαλύεται ο άνθρωπος από ευγνωμοσύνη ,παλαβώνει με την καλή έννοια, πανηγυρίζει τα πάντα.
Και όταν ο άνθρωπος ευχαριστή τον Θεό ακόμη και για τα λίγα, έρχεται μετά τόσο πλούσια η ευλογία του Θεού, που δεν μπορεί να την αντέξη? και τότε ο διάβολος δεν μπορεί πια να σταθή και φεύγει.
Πηγή: newsitamea.gr