Μια συναρπαστική κοσμοπολίτικη ιστορία που χάνεται μες τον καπνό και την αχλή του χρόνου, έδωσε την αφορμή στον Χρήστο Αστερίου να γράψει μια εξαιρετική νουβέλα για τη λήθη. Το iefimerida διάβασε το βιβλίο και μίλησε με το συγγραφέα.
Το 1821 είναι η χρονιά που ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση, αλλά και η χρονιά που ιδρύθηκε, στο Γαλατά της Κωνσταντινούπολης, μια ελληνική επιχείρηση η οποία έγινε διεθνής θρύλος. Πρόκειται για την καπνοβιομηχανία Muratti της οικογένειας Μουράτογλου, που επεκτάθηκε πρώτα στο Βερολίνο και μετά στο Μάντσεστερ, πριν γίνει ένα παγκόσμιο brand, κατακτώντας την Αμερική και όλο τον κόσμο. Πώς, όμως ένας δαιμόνιος Έλληνας και οι γιοι του, κατάφεραν να μεταμορφώσουν μια μικρή εταιρεία που έφτιαχνε τσιγάρα με καπνό από την Ξάνθη, στην τεράστια αυτοκρατορία Muratti που το 1960 εξαγοράστηκε από τον αμερικανικό κολοσσό Philip Morris; Πώς τα ίχνη του Βασίλη (Basil) Μουράτογλου και των γιων του Σοφοκλή και Δημοσθένη, χάθηκαν μέσα στο χρόνο; Γιατί δεν άφησαν πίσω τους παρά ελάχιστα στοιχεία και η αυτοκρατορία τους βυθίστηκε σε μια ανεξήγητη λήθη;
Τα «παλάτια» στα οποία ζούσαν οι Μουράτογλου, οι πολυτελείς επαύλεις κυρίως στη Γερμανία και την Αγγλία, κάποια από τα γραφεία και τα εργοστάσιά τους, υπάρχουν ακόμα, μα τίποτα δεν μαρτυρά το ένδοξο παρελθόν των Ελλήνων καπνοβιομήχανων από την Πόλη. Έτσι, το μεγαλείο των Μουράτογλου παρέμεινε σκοτεινό και η πορεία τους πίσω στο χρόνο αδιάβατη, γεμάτη εμπόδια. Αυτή την αναζήτηση, την έρευνα για τη ζωή και το έργο των Μουράτογλου, πραγματεύεται η εξαιρετική νουβέλα του Χρήστου Αστερίου «Μικρές Αυτοκρατορίες: Muratti / Ένας αποχαιρετισμός» (εκδ. Πόλις). Διαβάσαμε το βιβλίο και μιλήσαμε με τον συγγραφέα, αναζητώντας τα ίχνη του Βασίλη (Basil) Μουράτογλου, σε ένα συναρπαστικό ταξίδι πίσω στο χρόνο, στην Κωνσταντινούπολη, το Βερολίνο και το Μάντσεστερ του 19ου και 20ού αιώνα.
Το αίνιγμα των Μουράτογλου
Οι «Μικρές Αυτοκρατορίες» του Αστερίου είναι ένα μικρό, μόλις 82 σελίδων, λογοτεχνικό διαμάντι, ένα κομψοτέχνημα που με μια απίστευτη, σχεδόν ποιητική, οικονομία, καταφέρνει να αφηγηθεί την πορεία των Μουράτογλου. Ήρωας της νουβέλας είναι ένας ηλικιωμένος άνδρας που ξεκινά, για να ικανοποιήσει την περιέργειά του, ένα ταξίδι στα μέρη που δραστηριοποιήθηκαν οι Μουράτογλου, αναζητώντας τα ίχνη τους. Ο άνδρας περιηγείται στο Βερολίνο και το Μάντσεστερ του σήμερα, προσπαθώντας να λύσει το γρίφο της ελληνικής καπνοβιομηχανίας, που υπάρχει σαν brand όσα χρόνια ακριβώς υπάρχει και το ελληνικό κράτος (αν έτος ίδρυσης του ελληνικού κράτους θεωρηθεί το ξέσπασμα της επανάστασης, το 1821, και όχι το έτος 1828, όταν συστάθηκε επίσημα η «Ελληνική Πολιτεία», με πρώτο κυβερνήτη της χώρας τον Ιωάννη Καποδίστρια).
O Χρήστος Αστερίου, κάνοντας και ο ίδιος το ταξίδι-έρευνα που πραγματοποίησε και ο αφηγητής του βιβλίου του, κατέληξε σε αδιέξοδο. To αίνιγμα των Μουράτογλου παραμένει άλυτο, οι απαντήσεις λίγες και συγκεχυμένες, τα ίχνη τους σχεδόν σβησμένα, ελάχιστα, οι μαρτυρίες ανύπαρκτες. Τι απέμεινε λοιπόν από την ελληνική αυτοκρατορία των Μουράτογλου πέρα από το brand name Muratti, μερικές παλιές διαφημιστικές ρεκλάμες, κάποιες ξεφτισμένες φωτογραφίες και γκραβούρες που διασώζονται σε παλιά αρχεία; Τι έμεινε ζωντανό από τα παλάτια των Μουράτογλου; Ποιες ιστορίες διασώθηκαν;
Πραγματικά όλα έγιναν στάχτη. Σαν τσιγάρο που κάηκε σε ένα τασάκι, στάχτες έπεσαν πάνω σε στάχτες, μέχρι που τίποτα δεν μπορεί πια να θεωρηθεί αξιομνημόνευτο. Κάτι κιτρινισμένα συμβόλαια, κάτι παλιά ανούσια τιμολόγια, μια δυο φωτογραφίες, κάτι χορηγίες σε αγώνες ποδηλάτου, κάτι επιγραφές από καταστήματα καπνού που είχαν φαρδιά πλατιά στη τζαμαρία τους τη φίρμα Muratti. Έρωτες, δεξιώσεις, μυθικά δείπνα κάτω από λαμπερούς κρυστάλλινους πολυελαίους, ανταγωνιστικές ίντριγκες ανδρών με επιχειρηματικό δαιμόνιο που έφτιαξαν κάτω από τη μύτη του Σουλτάνου, μέσα στην καρδιά της Κωνσταντινούπολης, μια ελληνική αυτοκρατορία, την έδρα της οποίας αναγκάστηκαν να μετακινήσουν μετά την καθιέρωση του μονοπωλίου στον καπνό από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Έτσι το brand Muratti, περνώντας στα χέρια των δυο γιων του Μπαζίλ Μουράτογλου απέκτησε δύο σκέλη: το γερμανικό που είχε έδρα το Βερολίνο (1885) και ανήκε στον Σοφοκλή και το βρετανικό που είχε έδρα το Μάντσεστερ (1887) και ανήκε στον Δημοσθένη.
Τα δύο αδέρφια απογείωσαν το brand: Στη Μπελ Επόκ αλλά και, αργότερα, στα ‘20s, στις λέσχες του Λονδίνου και τα καμπαρέ του Βερολίνου, το Muratti ήταν συνώνυμο της εκλεκτικότητας, μια απόλαυση που είχε άρωμα Ελλάδας και μια πικάντικη γεύση Ανατολής. Ήταν τόσο πρωτοποριακό σαν brand που χορηγούσε μεγάλες αθλητικές διοργανώσεις, αγώνες δρόμου με ποδήλατο και ποδοσφαίρου.
Το γερμανικό σκέλος του brand Muratti, συνάντησε κι εκεί εμπόδια με την άνοδο του ναζισμού κατά τον Μεσοπόλεμο. Τελικά επιβίωσε μόνο το σκέλος της αυτοκρατορίας Muratti στην Αγγλία. Τα παιδιά του Μουράτογλου πέθαναν άκληρα και μαζί με αυτά είναι λες και χάθηκαν οι ρίζες που έσπειρε βαθιά ο πατέρας ιδρύοντας τη Muratti. Το γερμανικό σκέλος του brand που κατείχε ο Σοφοκλής Μουράτογλου πέρασε στα χέρια δυο Αρμένιων από τη Σμύρνη, των αδελφών Ανς και Γιερβάντ Ιμπλικτσιάν, ενώ τη διοίκηση ως πρόεδρος είχε αναλάβει ο νέος σύζυγος της χήρας του Σοφοκλή, ο καπνέμπορος Αλέξανδρος Εμφιετζόγλου. Το βρετανικό σκέλος που είχε έδρα στο Μάντσεστερ συνέχισε υπό την ιδιοκτησία του Δημοσθένη να ακμάζει. Όταν ο Δημοσθένης πέθανε, η εταιρεία εξαγοράστηκε από τον αμερικανικό κολοσσό Philip Morris και έγινε διεθνές brand. Σύντομα το Muratti δεν θύμιζε σε τίποτα την ευρωπαϊκή καρδιά του, ούτε είχε το ανατολίτικο άρωμά του από τις κωνσταντινουπολίτικες καταβολές του. Για τις ελληνικές ρίζες του, δεν το συζητάμε, αυτές είχαν προ πολλού χαθεί μαζί με τον ίδιο τον Μπαζίλ Μουράτογλου.
Πρωταγωνιστής του βιβλίου είναι η λήθη
Το βιβλίο του Χρήστου Αστερίου, ωστόσο, παρά το γεγονός ότι δεν φωτίζει όσο θα προσδοκούσε ο αναγνώστης τις άγνωστες πτυχές των Μουράτογλου, τον αποζημιώνει χάρη στη δύναμη του λόγου. Η γραφή αυτής της νουβέλας είναι τόσο συναρπαστική που σε καθηλώνει, σε ταξιδεύει πίσω στο χρόνο, σε κρατά σε εγρήγορση μέχρι το τέλος. Διαπνέεται κάθε σελίδα αυτού του βιβλίου, όχι από μια επιδερμική νοσταλγία για ένα εξιδανικευμένο παρελθόν, αλλά από μια βαθιά συνείδηση της καταλυτικής λειτουργίας του χρόνου. Το κείμενο του Αστερίου είναι ένα σχόλιο πάνω στη διαβρωτική δύναμη της λήθης, μιας σκόνης, ενός καπνού που τα σκεπάζει όλα, τα καταπίνει και στο τέλος τα εξαφανίζει, τόσο που κάνει τους πάντες να αναρωτιούνται αν όλα αυτά υπήρξαν στ’ αλήθεια.
«Δεν είναι μόνο το αίσθημα της λύπης που μας κατακλύζει όποτε εντοπίζουμε ένα ρημαγμένο, εγκαταλειμμένο σπίτι, ακόμα και αν δεν ξέρουμε καλά ποιοι και πότε κατοίκησαν σ’ αυτό» γράφει ο Χρήστος Αστερίου. «Δεν νιώθουμε μόνο θλίψη μαθαίνοντας γι’ ανθρώπους που χάθηκαν, ανιόντες συγγενείς, την ακριβή ιστορία των οποίων αγνοούμε, ή αγνώστους με βίους ανεξερεύνητους και ίχνη βυθισμένα στην ιλύ του παρελθόντος. Είναι κι ένας βουβός τρόμος που μας καταλαμβάνει στη θέα των ερειπίων που στέκουν στο δρόμο μας σαν τοπόσημα θανάτου. Δεν απεικονίζουν μόνο το παρελθόν, όπως θέλουμε να νομίζουμε, κοιτάζοντάς τα κάποτε με κάποια αλαζονεία, αλλά προοικονομούν αυτό που μας επιφυλάσσει η μοίρα, συμβολίζουν το αναπόφευκτο, την απόλυτη βεβαιότητα της λήθης. Ίσως γι’ αυτό και να συμβαίνει το ανεξήγητο, να πενθούμε, δηλαδή, ανθρώπους άγνωστους ή κουφάρια κτιρίων, απλώς και μόνο επειδή δεν κατάφεραν ν’ αντισταθούν στη διαβρωτική δύναμη του χρόνου. Στην πραγματικότητα, είμαστε όλοι μικρές αυτοκρατορίες, προορισμένες να χαθούν».
Ο συγγραφέας Χρήστος Αστερίου μιλάει στο iefimerida
Πώς αποφασίσατε να αναζητήσετε τα ίχνη των Μουράτογλου;
Πληροφορήθηκα για την ελληνική καταγωγή των ιδρυτών της εταιρείας και μπήκα στην διαδικασία να αναζητήσω κάποια στοιχεία για την παρουσία των καπνών Muratti στο Βερολίνο αρχικά. Το ένα στοιχείο έφερνε το άλλο κι έτσι ταξίδεψα και αλλού επισκεπτόμενος αρχεία και αναζητώντας τα ίχνη των αδερφών Μουράτογλου στο Μάντσεστερ, στην Κωνσταντινούπολη και στα νησιά της Μάγχης.
Ποιες ήταν οι δυσκολίες που συναντήσατε κατά την πορεία της έρευνας; Γιατί οι ιδρυτές της θρυλικής καπνοβιομηχανίας Muratti άφησαν τόσα λίγα ίχνη πίσω τους και αποτελούν ένα αίνιγμα;
Ο ερευνητής έχει πάντα την ελπίδα μιας μεγάλης ανακάλυψης: ενός φακέλου με στοιχεία, κάποιων χαμένων φωτογραφιών, μιας πληροφορίας που θα φωτίσει διαφορετικά το αντικείμενο της έρευνάς του. Η δική μου αναζήτηση είχε πενιχρά αποτελέσματα καθώς ό,τι ελάχιστο μπόρεσα να συγκεντρώσω δεν επαρκούσε για να συμπληρωθεί η εικόνα της πάλαι ποτέ κραταιάς καπνοβιομηχανίας. Ως εκ τούτου το αφήγημα είναι γραμμένο με μεγάλα χρονικά χάσματα και με δεδομένη την έλλειψη και όχι την αφθονία στοιχείων. Τα ίχνη των ιδρυτών χάθηκαν γιατί έτσι αποφάσισε ο αλγόριθμος της ιστορίας που άλλους διασώζει κι άλλους σκεπάζει ολοκληρωτικά με το πέπλο της λήθης.
Θα συνεχίσετε να αναζητάτε τα ίχνη και από άλλες χαμένες στο χρόνο μικρές αυτοκρατορίες, προσθέτοντας δίπλα σε αυτό το πολύ όμορφο βιβλίο και άλλα αντίστοιχα;
Ο τίτλος δεν αναφέρεται μόνο στην καπνοβιομηχανία Muratti αλλά και στον καθένα από εμάς: όλοι μας είμαστε «μικρές αυτοκρατορίες» προορισμένες να χαθούν. Δεν πρόκειται, με άλλα λόγια, για σειρά βιβλίων που θα συνεχιστεί αλλά για ένα και μοναδικό αφήγημα, το οποίο, με αφορμή την λησμονημένη εταιρεία Muratti, μιλάει για τον χρόνο και την λήθη γενικά.
Τι είναι αυτό που τελικά σας έμεινε από όλη αυτή την αναζήτησή στην άγνωστη μέχρι πρόσφατα αυτοκρατορία που έχτισαν οι Μουράτογλου;
Ως συγγραφέας που αρέσκεται σε πολύχρονες έρευνες συνειδητοποίησα για μία ακόμη φορά πόση επιμονή και αγάπη για το αντικείμενο της έρευνας απαιτείται για να φτάσει κανείς στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Ακόμα και το μικρότερο ψήγμα πληροφορίας κερδίζεται με κόπο.
Γιατί μας αρέσουν τόσο, μας συγκινούν και μας δημιουργούν νοσταλγία οι ιστορίες οικογενειών που έχτισαν μικρές αυτοκρατορίες; Τι πιστεύετε έκανε το βιβλίο σας να συζητηθεί τόσο πολύ;
Προσπάθησα πολύ ώστε το αφήγημα να μην έχει νοσταλγικό τόνο. Η νοσταλγία είναι το comfort food όσων θέλουν να αποδράσουν από το παρόν αναπολώντας περασμένα μεγαλεία. Το βλέπουμε συχνά στην άκρατη προγονολατρία. Η ιστορία των Muratti μάς δείχνει κάτι άλλο: το εφήμερο της ζωής, την συντριπτική δύναμη του χρόνου. Εμμέσως και την δύναμη της στιγμής, το ανεπίστρεπτο αυτού που ζούμε τώρα, την ανάγκη να «πανηγυρίζουμε» για κάθε μέρα που μας χαρίζεται.
Πηγή: iefimerida.gr