Ήταν ένα ανοιξιάτικο πρωινό του 1941. Βρισκόμασταν στο προαύλιο του ελληνικού σχολείου, κάναμε την προσευχή και ετοιμαζόμασταν να μπούμε για μάθημα. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα ακούμε τον διευθυντή να μας λέει: «Πάρτε τις τσάντες σας και γυρίστε στα σπίτια σας. Η Ιταλία κήρυξε τον πόλεμο στην Ελλάδα».
Η αφήγηση της κ. Ερμιόνης Μπρίγκου καθηλώνει. Θυμάται με κάθε λεπτομέρεια εκείνες τις στιγμές όταν, σε ηλικία μόλις εννέα ετών, βρέθηκε στην πρώτη γραμμή του πολέμου. Την επισκέφθηκα στο σπίτι της, σε ένα ύψωμα στους πρόποδες του όρους Σκουτάρι στη Χειμάρρα της Βορείου Ηπείρου. Για να φτάσω εκεί χρειάστηκε να περπατήσω ένα ανηφορικό μονοπάτι στην περιοχή Λιβάδι. Η θέα προς τη θάλασσα ήταν καθηλωτική. Από την άλλη πλευρά έβλεπα τον ορεινό όγκο των βουνών και σκεφτόμουν τι μάχες έχουν δοθεί σε εκείνα τα εδάφη. Οταν πέρασα το κατώφλι της πόρτας της η ίδια περιποιούνταν το κτήμα της και ήταν χαμένη στις σκέψεις της. Αφού με καλωσόρισε, μου είπε να καθίσουμε στην αυλή, εκεί που για πολλά χρόνια κρατούσε καλά κρυμμένο το μυστικό της οικογένειάς της. Εδώ και ογδόντα χρόνια εξακολουθεί να στέκει αγέρωχη και να εκτελεί καθημερινά το ιερό καθήκον που της κληροδότησε ο πατέρας της: να φυλάει και να φροντίζει τους τάφους έξι Ελλήνων στρατιωτών που σκοτώθηκαν στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο του 1940-41.
Η ίδια ζει ασκητικά, το πρόσωπό της είναι ρυτιδιασμένο και τα χέρια της ροζιασμένα. Η προσωπική της ιστορία είναι γεμάτη πόνο, κακουχίες, αγωνίες, αντιξοότητες και παράπονα. «Η ψυχή μου παραμένει μαυρισμένη απ’ όσα έχω ζήσει εξαιτίας της σκληρότητας και της φρίκης του πολέμου», λέει και τα μάτια της δακρύζουν. Στη συνέχεια ανακαλεί στη μνήμη της όλα εκείνα τα θλιβερά γεγονότα: «Οβίδες έπεφταν παντού, οι σειρήνες ηχούσαν τρομακτικά, οι μάχες ήταν σκληρές και το σπίτι μας μετατράπηκε σε νοσοκομείο μέσα σε μια νύχτα. Οταν οι Ελληνες φαντάροι ήρθαν στο σπίτι μας ήταν άπλυτοι, διψασμένοι και ταλαιπωρημένοι και είχαν στα πόδια τους κρυοπαγήματα. Επειδή δεν μπορούσαν να περπατήσουν, τους ανέβασαν σε μουλάρια, τους κατέβασαν σιγά-σιγά και τους έφεραν στο σπίτι. Πώς να λησμονήσεις εικόνες ανθρώπων που όπως τράβαγαν τα ρούχα τους έφευγε μαζί το δέρμα, έτρεχε το αίμα και φωνάζανε ‘μάνα μου, τα πόδια μου’».
Εξι από αυτούς τους στρατιώτες πέθαναν τελικά. Η κυρία Ερμιόνη βοήθησε τότε τον πατέρα και τη μητέρα της, αλλά και τον λοχαγό τους να τους θάψουν. «Στο σπίτι μας έμεναν Ελληνες αξιωματικοί και στρατιώτες, ενώ στο παρακείμενο οικόπεδο υπήρχαν ελληνικά χαρακώματα. Δεν ήταν πολλά τα παλικάρια που αμύνονταν έναντι 500 και πλέον Ιταλών», λέει και προσθέτει: «Ο Ανδρέας Προβατάς ζούσε ακόμη. Ηταν μέσα στα αίματα, όταν έβγαλε από την τσέπη του το πορτοφόλι και την ξυριστική του μηχανή για να τα δώσει στον πατέρα μου. Μας είχε πει, όταν βρούμε τους δικούς του, να τους τα παραδώσουμε για να τον θυμούνται και να έχουν κάτι απ’ αυτόν. Υστερα ξεψύχησε».
Η φωνή της κυρίας Ερμιόνης πολλές φορές σπάει. Της ζητώ να μου περιγράψει εκείνη τη βραδιά. Σκύβει το κεφάλι και συνεχίζει: «Ολα έγιναν αργά το βράδυ. Το σκοτάδι ήταν πυκνό. Τους μαζέψαμε και τους θάψαμε σε δυο τάφους που ανοίξαμε βιαστικά. Ο εχθρός παραμόνευε. Επρεπε να προσέχουμε. Το χώμα ήταν σκληρό. Ανοίξαμε δυο λάκκους και χωρέσαμε σ’ αυτούς τα σώματά τους σπρώχνοντας, για να μην προεξέχει τίποτα. Θεωρήσαμε σωστό να θάψουμε αυτά τα παλικάρια. Θα ήταν προσβολή στη μνήμη τους αν δεν το κάναμε. Επίσης, κανείς δεν έπρεπε να μάθει το σημείο που τους είχαμε βάλει. Γι’ αυτό αποφασίσαμε να το κρατήσουμε μυστικό. Ο πατέρας μου φύτεψε αχλαδιές πάνω από τους τάφους, αυτό ήταν το σημάδι μας, για να θυμόμαστε το μέρος όπου τους είχαμε βάλει και να μην πατάμε πάνω. Οπως καταλαβαίνεις, αυτόν τον όρκο τον τηρήσαμε και κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Χότζα. Καθημερινά έρχονταν αξιωματικοί του καθεστώτος και μας ρωτούσαν πού είναι τα σώματα των φαντάρων. ‘Πού τους έχετε θάψει;’ ούρλιαζαν. Ετσι, ο πατέρας μου σκέφτηκε να σπείρει το κτήμα με κουκιά προκειμένου να μην αντιληφθεί κανείς τίποτα. Κρατήσαμε το μυστικό μας και δεν το αποκαλύψαμε, παρά μόνο όταν έπεσε ο Χότζα. Ετσι, για πολλά χρόνια μόνο εγώ και οι γονείς μου ξέραμε τι έκρυβε το χώμα λίγο πιο πέρα από την αυλή του σπιτιού μας».
Μιλά με έντονο συναισθηματισμό, νοσταλγία και ανθρωπιά. Το μυαλό της είναι κοφτερό και η σκέψη της εξαιρετικά διαυγής. Πηγαίνουμε να μου δείξει το ακριβές σημείο όπου βρίσκονται οι τάφοι και το λιτό μνημείο. «Από τότε έως σήμερα με συντροφεύουν», υποστηρίζει και μου διαβάζει τα ονόματα των παλικαριών που βρίσκονται θαμμένα στην αυλή της: Δημήτριος Σελάς (από το Κοντόσταυλο Κορινθίας), Παναγιώτης Αλογογιάννης (από το Καμάρι Κορινθίας), Κέρκης Μωραΐτης (από Πελοπόννησο), Νικόλας Κτημαδάκης (από Ηράκλειο Κρήτης), Ανδρέας Προβατάς (από Αγραφούς Κέρκυρας) και Ματθαίος Λαγός (από Πόρο).
Κάθε φορά που πλησιάζει η εθνική γιορτή της 28ης Οκτωβρίου οι μνήμες ξυπνούν για την κυρία Ερμιόνη. «Πολλές φορές, κατά τη διάρκεια της ημέρας, επιλέγω να πάω στα μνήματα και να τους κρατήσω συντροφιά. Τους λέω τα νέα μου, τις δουλειές που έκανα, καθαρίζω τα ξερόχορτα, τους φροντίζω και ανάβω το καντηλάκι τους για να αισθάνονται ότι υπάρχει κάποιος ακόμη που τους θυμάται», λέει με συγκίνηση και συμπληρώνει: «Αυτά τα παλικάρια δεν γύρισαν ποτέ στο σπίτι τους. Υπάρχουν πολλές στιγμές που κλαίω μόνη μου γιατί σκέφτομαι τους δικούς τους ανθρώπους. Κράτησα τα προσωπικά τους αντικείμενα για να τους τα δώσω. Πίστευα ότι θα ερχόταν η στιγμή που θα τους συναντούσα. Ομως δεν τα κατάφερα. Οι περισσότεροι συγγενείς δεν ήξεραν πού είναι ή πέθαναν. Και αυτό είναι το μεγάλο βάρος που κουβαλώ. Μόνο κάποια φορά φτάσαμε κοντά με τον πατέρα μου να βρούμε την αδελφή ενός εκ των στρατιωτών, αλλά ήταν ήδη στο νοσοκομείο με επιβαρυμένη υγεία. Και όταν φτάσαμε στο σπίτι της μας ζήτησε ο σύζυγός της να μην της το πούμε, για να μην επιδεινωθεί».
Η αναζήτηση των συγγενών έδωσε την αφορμή, με πρωτοβουλία της Νεολαίας της Ομόνοιας, του κόμματος της ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία, να ανεγερθεί στο κτήμα της κυρίας Ερμιόνης, δίπλα στους τάφους, ένα μνημείο πάνω στο οποίο χαράχτηκαν τα ονόματα των στρατιωτών. «Το μνημείο αυτό ήταν μια επιθυμία του πατέρα μου πριν φύγει απ’ τη ζωή. Ηταν ο ελάχιστος φόρος τιμής που μπορούσαμε να αποτίσουμε σε αυτά τα παιδιά, που η μοίρα αποφάσισε να μείνουν για πάντα στην αυλή του σπιτιού μας. Κράτησα τα δέντρα που φύτεψε ο πατέρας μου δίπλα στους τάφους, για να έχουν σκιά τα καλοκαίρια οι ήρωές μας», εξηγεί η κυρία Ερμιόνη.
Πριν φτιαχτεί το μνημείο και οι μαρμάρινες επιγραφές, οι τάφοι ήταν αυτοσχέδιοι, με δύο ξύλινους σταυρούς, λίγες πέτρες και μερικά λιωμένα κεριά. «Πολλές φορές αισθάνομαι ότι η Χειμάρρα είναι πολύ μακριά από την Ελλάδα και μας ξεχνάει η μητέρα πατρίδα. Δύο χρόνια με την πανδημία δεν ήρθε ένας άνθρωπος να ανάψει ένα κερί στη μνήμη τους. Ακούω συνεχώς λόγια που παίρνει ο αέρας και από πράξεις τίποτα», θα πει η κυρία Ερμιόνη. Επειτα με οδηγεί σ’ ένα από τα δωμάτια του σπιτιού της, το οποίο έχει μετατρέψει σε μουσείο. Παντού γύρω μου υπάρχουν φωτογραφίες, παράσημα, αναμνηστικά, τιμητικές πλακέτες, τα προσωπικά αντικείμενα των φαντάρων που είναι θαμμένοι στην αυλή αλλά και η σημαία της Χειμάρρας, που τυλίγει προσεκτικά το κρεβάτι της κυρίας Ερμιόνης. Το βλέμμα μου κεντρίζει μια φωτογραφία της από το 2014 με τον τότε πρόεδρο της Δημοκρατίας, Κάρολο Παπούλια. Η ίδια θυμάται καλά τη στιγμή που της απονεμήθηκε το τιμητικό δίπλωμα. «Του είχα πει τότε του Κάρολου Παπούλια: ‘Ηταν όλοι τους παλικάρια. Θυμάμαι τον αγώνα τους και τη δύναμή τους στον πόλεμο, που δεν φοβηθήκανε. Ηταν άξια παλικάρια και έπεσαν σαν ήρωες, αφού πρώτα πολέμησαν σαν τα λιοντάρια’».
Επίσης, θυμάται κάποιες φευγαλέες στιγμές από εκείνη τη σκληρή καθημερινότητα. «Η μάνα μου τους μαγείρευε κι εγώ το πρωί σηκωνόμουν και τους πήγαινα το τσάι, το νερό. Δεν με υποχρέωνε κανείς να το κάνω, το έκανα με την ψυχή μου. Θα τους θυμάμαι για πάντα, γιατί έχασαν τη ζωή τους, τα νιάτα τους, για να απελευθερώσουν εμάς από τους Ιταλούς. Αυτά ήταν τα παλικάρια της Ελλάδας».
Τη βλέπω να πιάνει στα χέρια της το ξυραφάκι του αδικοχαμένου στρατιώτη: «Εδώ είναι ένας τόπος θυσίας. Ξέρεις, πολλοί φαντάροι που έχασαν τη ζωή τους δεν βρέθηκαν ποτέ διότι το ποτάμι συμπαρέσυρε τα οστά τους. Θυμάμαι κάποιες μέρες που, όπως περπατούσα στα κτήματα, έβλεπα πτώματα να τα κατεβάζει ο χείμαρρος απ’ το βουνό και τα αναγνώριζα μόνο απ’ τα όπλα που είχαν ζωσμένα στο σώμα τους». Τα δύσκολα συνέχισαν και μετά τον πόλεμο για την οικογένεια της κυρίας Ερμιόνης, η οποία δεν ξεχνά καθόλου την οδυνηρή εποχή του καθεστώτος του Χότζα. Εκκλησίες και σχολεία έκλεισαν. Στερήσεις, διωγμοί, φυλακίσεις, εξορίες και καταναγκαστικά έργα. «Μας έδιωξαν από το σπίτι κι αυτό κράτησε πέντε χρόνια. Μας φέρθηκαν πολύ άσχημα, μας οδήγησαν σε μια σπηλιά, ενώ ο πατέρας μου υπέστη φρικτά βασανιστήρια. Παλέψαμε, όμως, και δεν εγκαταλείψαμε τον τόπο μας. Και όσο ζω δεν πρόκειται να σταματήσω να βρίσκομαι δίπλα σε αυτούς τους τάφους. Οσο βρίσκομαι στη ζωή, το καντήλι αυτών των ηρώων της Ελλάδας δεν θα σβήσει ποτέ».
Λίγο πριν την αποχαιρετήσω, κόβει λίγο βασιλικό και μου τον δίνει, λέγοντας με ένα μελαγχολικό χαμόγελο: «Σου το δίνω επειδή το θεωρώ καλή τύχη, για να ξανάρθεις». Και φτάνοντας στην πόρτα σιγοτραγουδά το τραγούδι που έχει γραφτεί γι’ αυτήν: «Το καμάρι της Ηπείρου, είναι η Ερμιόνη Μπρίγκου, είναι η μάνα των πεσόντων, του ’40 των ηρώων, της Χειμάρρας η κυρά, που φροντίζει τα παιδιά, που έμειναν εκεί για πάντα, και δοξάζουν την Ελλάδα. Είναι της πατρίδας φάρος, το καμάρι της Ελλάδος».
Αφήνοντας πίσω το σπίτι της κυρίας Ερμιόνης και φτάνοντας στο κέντρο της Χειμάρρας αναζήτησα τα στατιστικά στοιχεία για τους Ελληνες πεσόντες στο Αλβανικό Μέτωπο. Σύμφωνα με όσα έχουν γνωστοποιηθεί, στην Αλβανία σκοτώθηκαν περίπου 13.000 Ελληνες στρατιώτες. Οκτώ χιλιάδες παραμένουν ακόμα άταφοι ή προσωρινά θαμμένοι. Λίγα χρόνια πριν η Ελλάδα και η Αλβανία σύναψαν συμφωνία για να ξεκινήσει πρόγραμμα εντοπισμού και περισυλλογής των πεσόντων σε διάφορα σημεία που έχουν υποδειχθεί από ντόπιους. Από τον Ιανουάριο του 2018, που τέθηκε σε εφαρμογή η διμερής συμφωνία, βάσει των οστών που έχουν βρεθεί ο αριθμός των Ελλήνων φαντάρων στα δύο επίσημα ελληνικά στρατιωτικά νεκροταφεία στην Αλβανία έχει ξεπεράσει τους 1.000: τα 2/3 είναι στο νεκροταφείο της Κλεισούρας και οι υπόλοιποι σε αυτό που βρίσκεται στο μειονοτικό χωριό Βουλιαράτες.
Πηγή: ekklisiaonline.gr