Μονόποδα τραπεζάκια πασσαλωμένα στη γή, μακρόστενοι ξύλινοι πάγκοι, Ένα μεγάλο, πηγάδι με γάργαρο νερό, γέρικες ελιές και αιωνόβια πλατάνια μαζί με Ένα μακρόστενο μικρο γήπεδο δίπλα σε ένα γραφικό καφενεδάκι.
Το σκηνικό παραπέμπει σε πίνακα ζωγραφικής. Ήταν το καφενείο του ΄Πάλλα, στη Νεάπολη, δίπλα στο γήπεδο.
Το εξοχικό καφενείο είχε ζωή περισσότερο από 1ΟΟ χρόνια -προτού κλείσει -και το όνομα του μαζί με την τοποθεσία το πήρε από τον ιδιοκτήτη του ( στου Πάλλα”). Αργότερα πέρασε στον μπάρμπα Αλέκο με τα μουστάκια και μετά στους αδελφούς Σταματέλου (το Θόδωρο και το Βαγγέλη) και το κράτησαν αργότερα ο Μήτσος, ο Γρηγόρης και ο Θανάσης Μαλακάσης.
Εδώ ήταν παλιά ένας όμορφος περίπατος. Οι μερακλήδες μπρανέλλοι (σσ οι κάτοικοι της πόλης) έπαιζαν ταμπαλί (ένα παιγνίδι με ξύλινες μπάλες) πίνοντας τη σουμάδα τους (σσ ένας πυκνόρρευστος χυμός από πικραμύγδαλο και ζάχαρη που αραιώνεται σε νερό και συνοδεύεται με παξιμάδια). Εδώ οι θαμώνες παρακολουθούσαν τους παίκτες και μάλιστα έβαζαν και στοιχήματα μέσα σε ένα φοβερό σκηνικό με ντόρο,καλαμπούρια, γκριμάτσες και πειράγματα. «Ω ψ’χη μ΄ σμπούκιο», φώναζε ο Μπρούμ΄ς.
Ήταν όλοι εκεί. ο Γιάννης ο Κάλιας, ο Αλέκος Μπουρσινός, ο ανεπανάληπτος Σπύρος Ανυφαντής (Μπρούμης), ο Γαγάς, ο Τασος Βαγενάς, ο Χρηστος Τετράδης, ο Κώστας Ματαράγκας, ο Τασος Δρακόπουλος, ο Πάνος Καραβίας-Κοντοπίθιας, ο Φάνης Ανυφαντής (Μπρούμης), ο Νικος Σάντας, ο Νικος Κατωχιανός-Σφυρής, ο Μεμάς Τζεφρώνης-Αλογος, ο Βασίλης Κάλλιας, ο Φανούρης Μήτσουρας και τόσοι άλλοι.
Ταμπαλί, λοιπόν, ήταν ένα παιχνίδι στο οποίο το μυστικό βρίσκεται στις ξύλινες, ειδικές, μπάλες. Σε κάποια παραλλαγή του το ίδιο παιχνίδι μπορεί κάποιοι να το έχετε δει στη Γαλλία ή την Ιταλία. Τ’ αμπαλί στη χώρα μας κρατούσε από τα χρόνια της ενετοκρατίας. Η μπάλα στο «αμπαλί» είναι κατασκευασμένη από σκληρό ξύλο για να αντέχει στα χτυπήματα. Το καλύτερο ξύλο είναι το ξύλο μεγάλου χοντρού πουρναριού, που το αφήνουν να ξεραθεί για πολλούς μήνες και μετά το «μουλιάζουν» στη θάλασσα για να σφίξει και να «δέσει» καλύτερα.
Ο τόρνος τελειοποιεί την μπάλα που, ύστερα από κάθε αγώνα, μπαίνει στο νερό για να μείνει σφιχτή και βαριά. Οι μπάλες για τ’ αμπαλί δεν είναι ολοστρόγγυλες. Έχουν «τιμόνι». Δηλαδή έχουν ένα ελαφρώς ελλειπτικό σχήμα και σε ένα σημείο μια υποψία «μύτης» που την λένε τιμόνι, γιατί αυτό καθορίζει την τροχιά της μπάλας. Το παίξιμο στο αμπαλί είναι απλό: Οι παίκτες δημιουργούν δύο ομάδες. Στέκονται στην μια άκρη του γηπέδου και ρίχνουν προς την άλλη το μπαλάκι, το οποίο το λένε τ’ αμπαλί. Με τις μεγάλες, ξύλινες μπάλες, προσπαθούν να πάνε όσο πιο κοντά στο αμπαλί.
Κάθε φορά που η ομάδα πλησίαζε τ’ αμπαλί περισσότερο από την αντίπαλη, έπαιρνε έναν πόντο και συνέχιζε η άλλη μέχρι να λήξει η παρτίδα στους 11 πόντους.
Αλλά οι παίκτες δεν προσπαθούν απλά να πλησιάσουν τ’ αμπαλί. Μπορούν να το χτυπήσουν, να το σπρώξουν, να το απομακρύνουν από την άλλη ομάδα (σμπούκιο).
Ή ακόμη να το χτυπήσουν και να απομακρύνουν κάποια μπάλα της. Το γήπεδο του παιγνιδιού ήταν ένας παραλληλεπίπεδος χώρος, 30 μέτρα μήκος και 15 περίπου φάρδος, σκαμμένος μέχρι 20 εκατοστά κάτω από την επιφάνεια που εδάφους, με το χείλος της περιφέρειας του ομαλά «φινιρισμένο» προς το κέντρο της πίστας, που ήταν στρωμένη από πατικωμένο αργιλόχωμα.
Φυσικά όλοι ξέρουμε ότι το γηπεδάκι και το καφενείο σήμερα δεν υπάρχει….
Το κείμενο δημοσιεύτηκε το 2012 στην ιστοσελίδα: lefkastour.gr
Πηγή: aromalefkadas.gr